- εύφθαρτος
- -η, -ο (ΑΜ εὔφθαρτος, -ον)αυτός που φθείρεται εύκολα («ὡς ὀλιγοχρόνιόν ἐστι καὶ λίαν εὔφθαρτον τὸ φῡλον αὐτῶν ὑπομένωσι», Πολ.)αρχ.1. αυτός που διαφθείρεται εύκολα2. εύπεπτος, ευκολοχώνευτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθαρτός (< φθείρω)].
Dictionary of Greek. 2013.